μεσοπλευρίους

μεσοπλευρίους
μεσοπλεύριος
between the ribs
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυομερίδιο — το (συγκρ. ανατ.) συν. στον πληθ. τα μυομερίδια τα μεταμερή τμήματα που αποτελούν το μυϊκό σύστημα τών κατώτερων κυρίως σπονδυλωτών, ενώ στα ανώτερα σπονδυλωτά διατηρούνται σε μερικά μόνο τμήματα τού σώματος, π. χ. στους μεσοπλεύριους μυς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”